εξιδανικεύω

εξιδανικεύω
εξιδανίκευσα, εξιδανικεύτηκα, εξιδανικευμένος, μτβ., κάνω κάτι ιδανικό από πραγματικό, δίνω σε κάτι το χαρακτήρα του ιδεώδους, εξαϋλώνω: Έχει εξιδανικεύσει την αγαπημένη του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξιδανικεύω — εξιδανικεύω, εξιδανίκευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξιδανικεύω — αποδίδω σε κάτι ή κάποιον τα χαρακτηριστικά τού ιδεώδους, αφαιρώντας τα υλικά, συνήθη ή δυσμενή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ιδανικεύω (< ιδανικός) τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • εξαϋλώνω — και εξαϋλώ, όω 1. καθιστώ κάποιον άυλο 2. εξιδανικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + άυλος. Η λ. εξαϋλώ μαρτυρείται στον Ευγένιο Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • εξιδανίκευση — η [εξιδανικεύω] η απόδοση σε πρόσωπο ή πράγμα τών χαρακτηριστικών τού ιδανικού …   Dictionary of Greek

  • εξαϋλώνω — εξαΰλωσα, εξαϋλώθηκα, εξαϋλωμένος, μτβ., κάνω κάποιο σώμα άυλο, το απαλλάσσω από την υλική του υπόσταση, εξιδανικεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδανικεύω — βλ. εξιδανικεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”